- ενθεματίζω
- μετ.1) делать вставку; надставлять, удлинять; 2) бот. делать прививку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενθεματίζω — (Α ἐνθεματίζω) ενοφθαλμίζω, εγκεντρίζω, μπολιάζω νεοελλ. συμπληρώνω ξύλο ή αντικαθιστώ φθαρμένο μέρος του με προσθήκη, ματίζω, τσοντάρω αρχ. βάζω κάτι μέσα ή πάνω σε κάτι άλλο, αποθέτω, εμβάλλω … Dictionary of Greek
ἐνθεματίσει — ἐνθεματίζω engraft aor subj act 3rd sg (epic) ἐνθεματίζω engraft fut ind mid 2nd sg ἐνθεματίζω engraft fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθεματίζουσιν — ἐνθεματίζω engraft pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνθεματίζω engraft pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθεματίζεται — ἐνθεματίζω engraft pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθεματίζων — ἐνθεματίζω engraft pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθεματισμός — ο (Α ἐνθεματισμός) [ενθεματίζω] εγκεντρισμός, ενοφθαλμισμός, μπόλιασμα … Dictionary of Greek